διάγγι

διάγγι
το
1. το κρασί που μεταγγίστηκε σε δεύτερο αγγείο
2. παλαιό, περσινό κρασί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”